- μέμβραξ
- μέμβραξ, -ακος, ὁ (Α)είδος τέττιγος, τζίτζικα.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι πρόκειται για μεσογειακό ή πελασγικό τ. που ανάγεται σε θ. *bher- / *bhr-. Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με το ρ. βράσσω «αναταράζω, σείω, βράζω, συσπώμαι», επιβεβαιώνοντας τη θεωρία ότι τα ονόματα εντόμων παράγονται από τύπους που δηλώνουν θόρυβο. Το επίθημα, τέλος, τής λ. -αξ εμφανίζεται σε διάφορα ονόματα ζώων (πρβλ. ασπάλ-αξ, κόρ-αξ)].
Dictionary of Greek. 2013.